- λακτίζομαι
- λακτίζωkick with the heelpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ … Dictionary of Greek
σκινθίζομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «λακτίζομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. σκίνδαρος] … Dictionary of Greek
ԱՔՍՈՏԵՄ — (եցի.) NBH 1 0398 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c ն. ԱՔՍՈՏԵՄ որ եւ ԱՔՑՈՏԵԼ. σκευτάω, πηδάω insilio, exsiio, salio, salto , σπαράττομαι, λακτίζομαι agitor, calcibus impeto, calcitro Զաքս կամ զոտս ʼի վեր առնուլ ստէպ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)